- βοροί
- βορόςgluttonousmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλληλοβόροι — ἀλληλοβόροι, οι (Α) αυτοί που τρώνε ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλληλο * + βόροι, πληθ. του βόρος (< βορά)] … Dictionary of Greek